επηρεαστής

επηρεαστής
ο (AM ἐπηρεαστής) [επηρεάζω]
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί βλαπτικά
μσν.
αυτός που επιβάλλει φόρους
αρχ.
υβριστής, εκείνος που συμπεριφέρεται περιφρονητικά προς κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπηρεαστής — insolent person masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεασταῖς — ἐπηρεαστής insolent person masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεασταί — ἐπηρεαστής insolent person masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεαστῶν — ἐπηρεαστής insolent person masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεαστάς — ἐπηρεαστά̱ς , ἐπηρεαστής insolent person masc acc pl ἐπηρεαστά̱ς , ἐπηρεαστής insolent person masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επηρεαστικός — ή, ό (AM ἐπηρεαστικός, ή, όν) [επηρεαστής] μσν. νεοελλ. ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει μσν. (στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας αρχ. 1. υβριστικός, ταπεινωτικός 2. δόλιος, προμελετημένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”